Ετυμολογία

επεξεργασία
πορτατίφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική portatif[1]
 
Ένα πορτατίφ γραφείου.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πορτατίφ ουδέτερο άκλιτο

  • φωτιστικό που τοποθετείται συνήθως πάνω σε έπιπλο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία