Ουσιαστικό

επεξεργασία

crocodile (en)

  1. ο κροκόδειλος



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
crocodile crocodiles

crocodile (fr) αρσενικό

  1. ο κροκόδειλος