imagination

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 05:40, 1 Δεκεμβρίου 2023 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

imagination (en)

  • (μη μετρήσιμο) η φαντασία, η ικανότητα να έχει νέες και συναρπαστικές ιδέες
    It requires imagination to make such beautiful things.
    Θέλει φαντασία για να φτιάξεις τόσο ωραία πράγματα.

Συγγενικά

[επεξεργασία]