Αποτελέσματα αναζήτησης

Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Αναζητήστε τη λέξη Ες-Ες στα υπόλοιπα εγχειρήματα του Wikimedia :


Βικιπαίδεια
Βικιβιβλία
Βικιφθέγματα
Βικιθήκη
Βικιεπιστήμιο
Κοινά (Εικόνες και πολυμέσα)

Αφού βεβαιωθείτε ότι έχετε γράψει και τονίσει σωστά τη λέξη που ψάχνετε, μπορείτε να ζητήσετε τη δημιουργία ενός νέου λήμματος: Προσθέστε μια νέα αίτηση

Μπορείτε επίσης να δημιουργήστε τη σελίδα "Ες-Ες" στο Βικιλεξικό κάνοντας κλικ στον κόκκινο σύνδεσμο, ή ακόμη καλύτερα χρησιμοποιείστε τους οδηγούς για δημιουργία νέων λέξεων στα ελληνικά και άλλες γλώσσες:

Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).
  • ες < αρχαία ελληνική ἐς ες (αρχαιοπρεπές) άλλη μορφή του εις     ες...
    352 bytes (11 λέξεις) - 12:57, 15 Σεπτεμβρίου 2021
  • Ες < → λείπει η ετυμολογία Ες αρσενικό ανδρικό επώνυμο λατινικοί χαρακτήρες:  Es...
    295 bytes (11 λέξεις) - 12:48, 25 Ιουνίου 2024
  • ΕΣ < Ελληνικός Στρατός Εθνικό Συμβούλιο Ερυθρός Σταυρός ΕΣ ουδέτερο άκλιτο ακρωνύμιο...
    440 bytes (11 λέξεις) - 22:13, 21 Μαΐου 2013
  • εσωτερικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου εσωτερικός εσωτερικό ουδέτερο το μέρος που βρίσκεται σε εσωτερικό χώρο ολόκληρη η επικράτεια ενός...
    2 KB (35 λέξεις) - 05:07, 30 Ιανουαρίου 2022
  • εσώτατος < επίρρημα έσω + κατάληξη υπερθετικού βαθμού -τατος εσώτατος, -η, -ο ο υπερθετικός βαθμός του εσώτερος που βρίσκεται στο ακρότατο εσωτερικό σημείο...
    2 KB (45 λέξεις) - 01:17, 29 Αυγούστου 2022
  • εσωτερικά < εσωτερικ(ός) + -ά εσωτερικά στο εσωτερικό, μέσα όσον αφορά στο εσωτερικό εσωτερικώς έξω εξωτερικά     εσωτερικά εσωτερικά ουδέτερο, μόνο στον...
    3 KB (41 λέξεις) - 05:06, 30 Ιανουαρίου 2022
  • εσώτερος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐσώτερος, συγκριτικός βαθμός για το αρχαίο επίρρημ ἔσω + -τερος ΔΦΑ : /eˈso.te.ɾos/ τυπογραφικός...
    3 KB (91 λέξεις) - 11:26, 12 Μαρτίου 2023
  • γιου-πι-ες < αγγλική UPS / uninterruptible power supply / uninterruptible power source < uninterruptible + power + supply / source γιου-πι-ες ουδέτερο...
    4 KB (72 λέξεις) - 15:28, 24 Νοεμβρίου 2023
  • εσαεί < ἐς ἀεί εσαεί για πάντα     εσαεί...
    2 KB (7 λέξεις) - 16:09, 2 Ιουνίου 2024
  • Φον Ες < → λείπει η ετυμολογία Φον Ες αρσενικό ανδρικό επώνυμο λατινικοί χαρακτήρες:  Fon Es...
    299 bytes (14 λέξεις) - 13:09, 25 Ιουνίου 2024
  • εσείς < → λείπει η ετυμολογία εσείς προσωπική αντωνυμία που εκφράζει το δεύτερο πληθυντικό πρόσωπο: αναφέρεται στους συνομιλητές Πρέπει εγώ να βγω για...
    2 KB (39 λέξεις) - 04:51, 30 Ιανουαρίου 2022
  • εσάς γενική πληθυντικού του εσύ αιτιατική πληθυντικού του εσύ...
    205 bytes (9 λέξεις) - 22:48, 23 Ιανουαρίου 2020
  • εσωτερικού γενική ενικού του εσωτερικός γενική ενικού του εσωτερικό...
    183 bytes (9 λέξεις) - 12:53, 30 Απριλίου 2017
  • εσωτερικών γενική πληθυντικού του εσωτερικός γενική πληθυντικού του εσωτερική γενική πληθυντικού του εσωτερικό...
    225 bytes (13 λέξεις) - 12:53, 30 Απριλίου 2017
  • (→ δείτε τη λέξη Leib) + Standarte (το σύνταγμα Eς-Ες, αλλά και το λάβαρο με τον θυρεό) Leibstandarte (de) (ιστορία) η μονάδα Eς-Ες (SS) που ιδρύθηκε ως σύνταγμα προσωπικής...
    1 KB (90 λέξεις) - 11:28, 7 Σεπτεμβρίου 2021
  • Εσού < → λείπει η ετυμολογία Εσού αρσενικό ή θηλυκό επώνυμο (ανδρικό ή γυναικείο) λατινικοί χαρακτήρες:  Esou...
    303 bytes (15 λέξεις) - 07:16, 28 Ιουνίου 2024
  • LAH < Leibstandarte (SS) Adolf Hitler LAH αρκτικόλεξο (ιστορία) η μονάδα Ες-Ες (SS) «Σωματοφυλακή Αδόλφος Χίτλερ» ≈ συνώνυμα: LSSAH Leibstandarte SS Adolf...
    729 bytes (25 λέξεις) - 15:18, 26 Αυγούστου 2022
  • βρίσκεται (προς τα) μέσα (ουσιαστικοποιημένο) εσωτερικό εξωτερικός εσωτερικά εσωτερίκευση εσωτερικεύω εσωτερικό εσωτερικότητα εσωτερικώς → δείτε τη λέξη έσω...
    2 KB (29 λέξεις) - 05:08, 30 Ιανουαρίου 2022
  • Υπηρεσία Ασφαλείας του Ράιχ»· αστυνομική υπηρεσία της Ναζιστικής Γερμανίας, υπαγόμενη στα Ες-Ες (SS) Reichssicherheitshauptamt στη γερμανική Βικιπαίδεια...
    644 bytes (34 λέξεις) - 15:22, 26 Αυγούστου 2022
  • ποδώκης < πούς (γενική: ποδ-ός) + ὠκύς ποδώκης, -ης, -ες (για ανθρώπους και ζώα, κυρίως άλογα) ο γρήγορος στα πόδια ταχύς, γρήγορος ορμητικός, βίαιος ὠκύς...
    612 bytes (73 λέξεις) - 18:50, 30 Αυγούστου 2024
Εμφάνιση (προηγ. 20) () (20 | 50 | 100 | 250 | 500).