ωτοστόπ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ωτοστόπ ουδέτερο άκλιτο

→ δείτε τη λέξη  οτοστόπ