μτγν.
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Συντομομορφή
[επεξεργασία]μτγν. θηλυκό συντομογραφία
- (βιβλιογραφική παραπομπή, λεξικογραφία) μεταγενέστερη ή μεταγενεστέρα (εννοείται το ουσιαστικό γλώσσα): η ελληνιστική κοινή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] μτγν.
|