sanscrit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sanscrit (fr) αρσενικό

  1. σανσκριτική

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sanscrit sanscrits

sanscrit (fr) αρσενικό

  1. σανσκριτικός