Saltar al contento

Appendice:Dictionarios/Interlingua-greco/e

De Wiktionario

Interlingua-Greco


e - και

e... e - τοσο ... οσο

ebrie - μεθυσμενος

ecce - ιδου!

ecclesia - εκκλησια

edificio - οικοδομη

editar - εκδιδω

educar - μορφωνω

effective - δραστηριος

effective, in effecto - στην πραγματικοτητα

effortio - προσπαθεια

electric - ηλεκτρικος

elemento - στοιχειο

elevar - σηκωνω, υψωνω

eliger (elect-) - εκλεγω

embarassar - στενοχωρω, ενοχλω

emover (emot-) - μετακινω

emplear - διοριζω

empleo - διορισμος

energia - ενεργεια

enoio - ενοχληση

enoiose - ενοχλητικος

enorme - τεραστιος

entrar - εισερχομαι

entrata - εισοδος

epocha - εποχη

equal - ισος

equipa - ομαδα απο προσωπα

erecte - ορθιος

errar - απατωμαι κανω λαθος

error - λαθος, πλανη

es - ειναι

escappar - διαφευγω,δραπετευω

espaventar - τρομαζω

esque...? [eske] - ( ερωτημ.λεξη θελει ναι/οχι)

essayo - δοκιμιο

essera - θα ειμαι

esserea - θα ημουν

esseva - ημουν

esser - να ειμαι

essite - εχω υπαρξει

essugar - στεγνωνω σκουπιζω

est - ανατολη

establir, stabilir - ιδρυω

estate - καλοκαιρι

estranie - παραξενος

estranier - αλλοδαπος

etage [-aje] - πατωμα, οροφος

etate - ηλικια

eterne - απειρος, ατελειωτος

etiam - επισης

eveliar - ξυπνω

evenir (event-) - συμβαινει

evento - συμβαν, επεισοδιο

evidente - εντονος

evitar - αποφευγω

ex - εξω, (εκ)

exaggerar - υπερβαλλω

examinar - εξεταζω, διαγωνιζω

examine - εξεταση, διαγωνισμα

excambio - εξαργυρωση, συναλλαγη

excavar - ανασκαβω

excellente - εκλεκτος, εξαιρετικος

excepte - εκτως απο

excercitar - ασκουμαι

excitar - εξαπτομαι

excusa - συγγνωμη

exemplo - παραδειγμα

exequer (execut-) - διεκπεραιωνω

exercer - δοκιμαζω

exercitio - ασκηση

exhaurir (exhaust-) - αδειαζω, εξαντλω

exhaustion - εξαντληση

exiger (exact-) - ζητω εξηγηση

exister - υπαρχω

exito - εξοδος

exopero - απεργια

expectar - αναμενω, περιμενω

expedir - υπηρετω, αποστελλω

experientia - πειρα

explicar - εξηγω

exploder (explos-) - εκριγνυω

expression - εκφραση, εκτυπωση

exprimer (express-) - εκτυπωνω, εκφραζω

extender (extens-) - διευρυνω

extension - διευρυνση

exterior - εξωτερικο

extinguer (extinct-) - αποσβηνω

extra (extra-) - εκτως εξαιρετικος

extreme - ακρος