Μετάβαση στο περιεχόμενο

Σαφίτα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 34°49′14.94″N 36°7′2.44″E / 34.8208167°N 36.1173444°E / 34.8208167; 36.1173444

Σαφίτα
Τοποθεσία στο χάρτη
Τοποθεσία στο χάρτη
Σαφίτα
34°49′15″N 36°7′2″E
ΧώραΣυρία
Διοικητική υπαγωγήSafita Subdistrict
Υψόμετρο303 μέτρα
Πληθυσμός32.213 (2009)
Τηλ. κωδ.041
Commons page Σχετικά πολυμέσα

H Σαφίτα (αραβικά: صافيتا‎‎ Ṣāfītā, Φοινικικά: Sōpūte) είναι πόλη στο Κυβερνείο Ταρτούς στη βορειοδυτική Συρία, που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Ταρτούς και στα βορειοδυτικά του Κρακ των Ιπποτών. Απλώνεται στις κορυφές τριών λόφων και στις κοιλάδες μεταξύ τους, στην παράκτια οροσειρά της Συρίας[1]. Σύμφωνα με την Κεντρική Στατιστική Υπηρεσία της Συρίας (CBS), η πόλη είχε πληθυσμό 20.301 κατοίκων στην απογραφή του 2004.[2]

Η πόλη απέχει 26 χιλιόμετρα από το λιμάνι Ταρτούς και 55 χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Χομς. Το μέσο υψόμετρο είναι 400 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, ενώ το φρούριο των Σταυροφόρων βρίσκεται σε υψόμετρο περίπου 720 μέτρων.

Η Σαφίτα βρίσκεται σε τοποθεσία, όπου ανακαλύφθηκαν ερείπια φοινικικού οικισμού. Τα αρχαιολογικά κατάλοιπα στην τοποθεσία Τελ Καζέλ αναγνωρίστηκαν ως η φοινικική πόλη Σουμούρ, που αναφέρεται στις επιστολές της Αμάρνα.

Λευκός Πύργος

Ο Ραϊμόνδος Δ' της Τουλούζης ίδρυσε την κομητεία της Τρίπολης. Οι Ναΐτες Ιππότες, στους οποίους δόθηκαν τα εδάφη της περιοχής, έχτισαν το φρούριο γνωστό σήμερα ως Λευκός Πύργος. Το φρούριο βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο παρατήρησης και από εκεί διατηρεί οπτική επαφή με το δίκτυο των φρουρίων Αρουάντ και Ταρτούς στην ακτή στα βορειοδυτικά, με τον Κόκκινο Πύργο στα νοτιοδυτικά και το Κρακ των Ιπποτών στα νοτιοανατολικά. Ο Μαμελούκος Σουλτάνος Μπαϊμπάρς κατάφερε να κυριεύσει την Σαφίτα το 1271 και έτσι πέρασε υπό μουσουλμανική κυριαρχία.[3]

Οθωμανική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Σαφίτα ήταν το κέντρο του κύριου ναχιγιέ (υποδιαίρεση) της νότιας παράκτιας οροσειράς της Συρίας κατά τη διάρκεια της οθωμανικής κυριαρχίας μέχρι τον 16ο και στις αρχές του 17ου αιώνα, που εκτεινόταν σε περίπου σαράντα χωριά.[4] Η δυναστεία Σάιφα, που έδρευε στην ενδοχώρα της Τρίπολης, έλεγχε την πόλη μέχρι το 1640, συχνά χρησιμοποιώντας το φρούριο της στους πολέμους τους με τη δυναστεία Μαάν, Δρούζους του Όρους Λιβάνου. Το 1621, ο Γιουσούφ Σάιφα έστειλε μια δύναμη εναντίον του ανιψιού του και συμμάχου των Μαάν, Σουλαϊμάν Φαχρ αντ-Ντιν Β', στη Σαφίτα, επειδή δεν προωθούσε τα φορολογικά έσοδα της επαρχίας στην Τρίπολη.[5]

Μετά το 1640, η Σαφίτα σπάνια αναφέρεται στα ιστορικά χρονικά της μέσης οθωμανικής περιόδου. Ωστόσο, δικαστικά αρχεία στο Σαντζάκ της Τρίπολης, στο οποίο ανήκε η Σαφίτα, το νωρίτερο από τα οποία χρονολογείται περί το 1666-1667, δείχνουν ότι οι φορολογικές εκμεταλλεύσεις του ναχιγιέ της Σαφίτα πωλήθηκαν στους Αλαουίτες αδελφούς Μουχάμαντ και Ζαϊντάν, γιους του Σαμσίν, το 1667-1668. Τους ανατέθηκε η είσπραξη φόρων εκ μέρους της κυβέρνησης για οπωροφόρα δέντρα, γεωργικές εκτάσεις, γεράκια, μέλισσες, μετάξι, αλευρόμυλους, βούβαλους, γιορτές, γάμους και χειμερινούς καταυλισμούς Τουρκμένων και Αράβων νομάδων.[4] Η οικογένεια Σαμσίν εμφανίστηκε ως η κυρίαρχη τοπική δύναμη της Σαφίτα μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα, αλλά επανήλθε το 1721.[6]

Το 1943, η πόλη είχε πληθυσμό 3.500 κατοίκων, σε μεγάλο βαθμό Έλληνες Ορθόδοξοι Χριστιανοί.[1] Εκείνη την εποχή, τα σπίτια περιγράφονταν ως καλοχτισμένα και κατασκευασμένα από εναλλασσόμενες ασπρόμαυρες πέτρες, ενώ συγκεντρώνονταν γύρω από το φρούριο των Σταυροφόρων. Το 1960, η Σαφίτα είχε πληθυσμό 4.300 Χριστιανούς και 1.900 Αλαουίτες. [7]

Παρεκκλήσι του Αγίου Μιχαήλ στο ισόγειο του Λευκού Πύργου.

Το φρούριο των Σταυροφόρων, ο Λευκός Πύργος, ένας τετράγωνος πύργος που χτίστηκε το 1202, είναι καλά διατηρημένο και ανέρχεται σε ύψος 28 μέτρων. Έχει πλάτος 18 μέτρα και μήκος 31 μέτρα. Ανάμεσα στα τείχη του, ύψους 3 μέτρων, βρίσκεται ένα εκκλησάκι αφιερωμένο στον Άγιο Μιχαήλ, το οποίο εξυπηρετεί την ελληνική Ορθόδοξη κοινότητα της πόλης. Ο δεύτερος όροφος του κτηρίου χρησιμοποιήθηκε αρχικά ως κοιτώνας και φωτίζεται από σχισμές. Κάτω από τον πύργο υπήρχε μια δεξαμενή νερού, που χρησιμοποιούνταν από τους κατοίκους του φρουρίου. [3]

  1. 1,0 1,1 Syria, April 1943. Naval Intelligence Division, Great Britain. 1944. σελ. 231. 
  2. «General Census of Population 2004». Ανακτήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 2017. 
  3. 3,0 3,1 Adrian Boas (2016). Crusader Archaeology: The Material Culture of the Latin East. Taylor & Francis. σελ. 93-95. ISBN 9781317479666. 
  4. 4,0 4,1 Winter 2016, p. 124.
  5. Abu Husayn 1985, p. 48.
  6. Winter 2016, p. 127.
  7. Betts 1978, p. 101.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]