απεριτίφ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απεριτίφ < (λόγιο δάνειο) γαλλική apéritif[1] < λατινική apertivus < aperio < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂epo (από) + *wer-iō (ανοίγω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απεριτίφ ουδέτερο άκλιτο
- (ποτό) (αλκοολούχο) ποτό που το πίνουμε πριν από κάποιο γεύμα, προκειμένου να μας ανοίξει η όρεξη
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ απεριτίφ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας|
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ποτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)