βραδιανό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βραδιανό | τα | βραδιανά |
γενική | του | βραδιανού | των | βραδιανών |
αιτιατική | το | βραδιανό | τα | βραδιανά |
κλητική | βραδιανό | βραδιανά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βραδιανό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βραδιανό ουδέτερο
- ποικιλία σταφυλιού που καλλιεργείται μόνον στην Εύβοια και σε λίγες άλλες περιοχές της Κεντρικής Ελλάδας
- κρασί που παράγεται από το ομώνυμο σταφύλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βραδιανό
|