γαλλική

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γαλλική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου γαλλικός (εννοείται το θηλυκό ουσιαστικό γλώσσα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣa.liˈci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γαλ‐λι‐κή
ομόηχο: γαλλικοί

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γαλλική θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

γαλλική