εκτυπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εκτυπώνω < αρχαία ελληνική ἐκτυπόω / ἐκτυπῶ ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική print)

εκτυπώνω (παθητική φωνή: εκτυπώνομαι)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]