κακομεταχείριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κακομεταχείριση | οι | κακομεταχειρίσεις |
γενική | της | κακομεταχείρισης* | των | κακομεταχειρίσεων |
αιτιατική | την | κακομεταχείριση | τις | κακομεταχειρίσεις |
κλητική | κακομεταχείριση | κακομεταχειρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κακομεταχειρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κακομεταχείριση < κακομεταχειρίζομαι + -ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κακομεταχείριση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κακομεταχειρίζομαι, η κακή μεταχείριση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κακομεταχείριση
|