κορομηλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κορομηλιά
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κορομηλιά οι κορομηλιές
      γενική της κορομηλιάς των κορομηλιών
    αιτιατική την κορομηλιά τις κορομηλιές
     κλητική κορομηλιά κορομηλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κλαδί της κορομηλιάς την άνοιξη

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κορομηλιά < κορόμηλ(ο) + -ιά[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ko.ɾo.miˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐ρο‐μη‐λιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κορομηλιά θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]