τέγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τέγος< από την ινδοευρωπαϊκή ρίζα *teg- (στέγη), πρβ. λατινική tego (καλύπτω), γερμανική Decke (ταβάνι), αγγλική deck
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τέγος ουδέτερο, γενική: τέγεος