τσιφ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιφ ή σιφ < (λόγιο δάνειο) αγγλική C.I.F., αρχικά των λέξεων Cost (κόστος), Insurance (ασφάλεια), Freight (ναύλα)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιφ άκλιτο

  • (οικονομία) εμπορικός όρος που στην τιμή του εμπορεύματος συμπεριλαμβάνονται και τα ασφάλιστρα και τα ναύλα

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

τσιφ

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]