χαλεπιανό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαλεπιανό < Χαλέπι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλεπιανό ουδέτερο
- (κυπριακά) άλλη μορφή του φυστίκι Αιγίνης (ή κελυφωτού φυστικιού)