χαλεπιανό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαλεπιανό τα χαλεπιανά
      γενική του χαλεπιανού των χαλεπιανών
    αιτιατική το χαλεπιανό τα χαλεπιανά
     κλητική χαλεπιανό χαλεπιανά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλεπιανό < Χαλέπι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαλεπιανό ουδέτερο

  • (κυπριακά) άλλη μορφή του φυστίκι Αιγίνης (ή κελυφωτού φυστικιού)
    ※  Παράλληλα, παρασκευάζονται μοντέρνα και παραδοσιακά κεραστικά, όπως είναι το απαράμιλλο μαμούλι, με φρέσκα χαλεπιανά και το λουκούμι, με αμύγδαλα και λουσμένο με άσπρες νυφάδες άχνης (κείμενο από παρουσίαση εστιατορίου της Πάφου, ανακτήθηκε στις 17/4/2022 [1])