agitação

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

agitação (pt) < agitatio, onis

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

agitação (pt) θηλυκό