amblyopie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
amblyopie amblyopies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

amblyopie (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]