benjamim

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

benjamim (pt) < Βενιαμίν

ενικός πληθυντικός
benjamim benjamims

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

benjamim (pt) ( & bisnono)

  1. το αγαπημένο παιδί, το στερνοπαίδι που του έχουν όλοι αδυναμία
  2. ο νεοεισερχόμενος και νεότερος σε μια παρέα, οργάνωση
  3. (στη Βραζιλία μόνο) αντάπτορας