czuć się

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

czuć się (pl)

  1. αισθάνομαι (ο ίδιος)
    źle się czuję:αισθάνομαι άσχημα

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]