election
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
election | elections |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]election (en)
- η εκλογή, με ψηφοφορία
- ↪ Many citizens are not interested in the elections.
- Πολλοί πολίτες δεν ενδιαφέρονται για τις εκλογές.
- ↪ Many citizens are not interested in the elections.