hêtre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hêtre | hêtres |
hêtre (fr) αρσενικό
ενικός | πληθυντικός |
hêtre | hêtres |
hêtre (fr) αρσενικό