hasten
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | hasten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hastens |
αόριστος | hastened |
παθητική μετοχή | hastened |
ενεργητική μετοχή | hastening |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]hasten (en)
- ορμώ, σπεύδω να κάνω κάτι
- (επίσημο, μεταβατικό) επιταχύνω, επισπεύδω
- ↪ The war hastened all these changes.
- Ο πόλεμος επιτάχυνε όλες αυτές τος αλλαγές.
- ↪ We are trying to hasten things a little.
- Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη accelerate
- ↪ The war hastened all these changes.
Πηγές
[επεξεργασία]- hasten - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 634, 809. ISBN 9780194325684., λήμμα: ορμώ, σπεύδω