hav
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δανικά (da)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hav (da) ουδέτερο
Νορβηγικά (no)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]hav (no) ουδέτερο
![]() |
hav (da) ουδέτερο
hav (no) ουδέτερο