indubitably
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- indubitably < indubitable + -ly
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɪnˈdju.bɪ.tə.bli/
- ΔΦΑ : /ɪnˈdu.bɪ.tə.bli/ (ΗΠΑ)
Επίρρημα
[επεξεργασία]indubitably (en)
- (επίσημο) αναμφισβήτητα, σίγουρα, βέβαια, φυσικά
- ↪ We will indubitably change some things.
- Σίγουρα θα αλλάξουμε κάποια πράγματα.
- ↪ We will indubitably change some things.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- beyond a doubt
- undoubtably, undoubtedly
- unquestionably
- without a doubt
- → και δείτε τη λέξη definitely