join forces
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]join forces (en)
- (ιδιωματισμός) συνεργάζομαι, ενώνομαι για να πετύχω έναν κοινό στόχο
- ↪ We must join forces to get him out of the market.
- Πρέπει να συνεργαστούμε για να τον βγάλουμε από την αγορά.
- ↪ We must join forces to avoid a new war.
- Πρέπει να ενωθούμε για ν' αποτρέψουμε έναν καινούριο πόλεμο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη collaborate
- ↪ We must join forces to get him out of the market.