kształtować

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

kształtować (pl)

  1. δίνω σχήμα ή μορφή, σχηματίζω, φτιάχνω, φορμάρω
  2. πλάθω, επηρεάζω καθοριστικά

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ δείτε τη λέξη kształt