levee
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Προφορά
[
επεξεργασία
]
ΔΦΑ
: /
ˈlɛ.vi
/
ομόηχο
:
levy
(φορολογώ, στρατολογώ)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
ενικός
πληθυντικός
levee
levees
levee
(en)
το
ανάχωμα
Κατηγορίες
:
Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
Ομόηχα (αγγλικά)
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγέ��
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
Čeština
Deutsch
English
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Oromoo
ਪੰਜਾਬੀ
Polski
Svenska
தமிழ்
Tiếng Việt
中文