posthume

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
posthume posthumes

Επίθετο

[επεξεργασία]

posthume (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. οψιγενής
  2. μεταθανάτιος