propeller

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
propeller propellers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
propeller < propel + -(l)er
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προπέλα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

propeller (en)

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]