roof

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roof (en)

  1. η στέγη, σκεπή
  2. η οροφή (για κτίριο ή όχημα)