sickness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sickness (en)

  1. η αρρώστια, το να είναι κανείς άρρωστος
  2. η ναυτία