singulier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
singulier < λατινική singularis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sɛ̃.ɡy.lje/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό singulier singuliers
θηλυκό singulière singulières

singulier (fr) αρσενικό

  1. μοναδικός
  2. (γραμματική) ενικός
  1. ιδιόρρυθμος
  2. πρωτότυπος, παράξενος, εκπληκτικός, παράδοξος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
singulier singuliers

singulier (fr) αρσενικό

  1. (γραμματική) ο ενικός αριθμός
  2. le singulier et le pluriel

Συγγενικά

[επεξεργασία]