substrat

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
substrat substrats

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

substrat (fr) αρσενικό

  1. η βάση
  2. το υπόστρωμα