tradition

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Tradition
      ενικός         πληθυντικός  
tradition traditions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

tradition (en)

Σύνθετα

[επεξεργασία]
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 260, 654. ISBN 9780194325684. , λήμμα: έθιμο, παράδοση



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tradition traditions

tradition (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]