ακτίνιο

出典: フリー多機能辞典『ウィクショナリー日本語版(Wiktionary)』
ナビゲーションに移動 検索に移動

ギリシア語

[編集]

語源1

[編集]

名詞

[編集]

ακτίνιο 中性(aktínio) (複数: ακτίνια (aktínia))

  1. (単位, 数学, 幾何学) ラジアン
関連語
[編集]

語源2

[編集]

近代ラテン語 actinium

名詞

[編集]

ακτίνιο 中性(aktínio)不可算

  1. (元素, 金属) アクチニウム

語源3

[編集]

名詞

[編集]

ακτίνιο 中性(aktínio) (複数: ακτίνια (aktínia))

  1. (動物) 磯巾着