跳转到内容

εκλογή

維基詞典,自由的多語言詞典

希臘語

[编辑]

名詞

[编辑]

εκλογή (eklogíf (复数 εκλογές)

  1. 選舉(行為或結果)
    Θεωρούσε βέβαιη την εκλογή της στην πρωθυπουργία.
    Theoroúse vévaii tin eklogí tis stin prothypourgía.
    她认为自己当首相是板上钉钉的事。
  2. (使用複數形式 εκλογές (eklogés)) 選舉的過程
    Ποιος κέρδισε τις εκλογές;
    Poios kérdise tis eklogés?
    谁赢得了选举

變格

[编辑]

參見

[编辑]