Englisch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: englisch

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈɛŋlɪʃ/
 
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Englisch (de) ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Englisch < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Englisch αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [1]