chicane

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃi.kan/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chicane chicanes

chicane (fr) θηλυκό