fluorescent
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /flɔːˈres.ənt/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : flu‐o‐res‐cent
Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | fluorescent |
συγκριτικός | more fluorescent |
υπερθετικός | most fluorescent |
fluorescent (en)
- φθορίζων, φωσφορίζων
- ※ I be the silhouette of a sunset
Smoke a cigarette while I compress my depression
Stare(sic) into the violent fluorescent lights makes me violent
I'm trying to get the highest I can get before I overdose and die
τραγούδι των $uicideboy$, Kill Yourself (Part III)
- ※ I be the silhouette of a sunset
- (για χρώματα) έντονος, φωτεινός, ζωηρός
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ 1,0 1,1 fluorescent - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- ↑ fluorescent - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
Πηγές
[επεξεργασία]- fluorescent - Cambridge Dictionary online
- Longman Dictionary of Contemporary English [Λεξικό Longman της σύγχρονης αγγλικής], Έσσεξ: Pearson Education, 6η έκδοση, 2014 (1η έκδοση 1978). ISBN 978-1-4479-5420-0.
- fluorescent - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | fluorescent | fluorescents |
θηλυκό | fluorescente | fluorescentes |
Επίθετο
[επεξεργασία]fluorescent (fr)