overflow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
overflow | overflows |
overflow (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]overflow (en)
ενικός | πληθυντικός |
overflow | overflows |
overflow (en)
overflow (en)