per se

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
per se < λατινική per se

Επίρρημα

[επεξεργασία]

per se

  • καθεαυτού, από μόνο του, ακριβώς, το ίδιο, εγγενώς, στην ουσία, ακριβολογώντας, εξ ορισμού