ration

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ration (en)

ration (en)

  • χωρίζω τα διαθέσιμα τρόφιμα σε μερίδες



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ration < λατινική ratio, -onis, υπολογισμός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁa.sj̃ɔ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
ration rations

ration (fr) θηλυκό

  1. τα τρόφιμα και το νερό που παίρνει ένας στρατιώτης στο στρατό
  2. μερίδα (φαγητού, νερού κλπ) που δίνεται σε κάποιον ή σε ένα ζώο κατά τη διάρκεια μιας μέρας
  3. ration alimentaire - η ποσότητα τροφίμων που είναι απαραίτητη σε έναν οργανισμό στη διάρκεια εικοσιτεσσάρων ωρών
  4. ration d'entretien - η ελάχιστη ποσότητα τροφίμων που είναι απαραίτητη σε έναν οργανισμό
  5. (μεταφορικά) (συνήθως ειρωνικά) ration de... - μια ποσότητα που κάποιος οφείλει να δώσει ή να λάβει

Συγγενικά

[επεξεργασία]