Μετάβαση στο περιεχόμενο

Επωνυμία

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια


Η επωνυμία αποτελεί ένα από τα βασικότερα διακριτικά γνωρίσματα του ουσιαστικού συστήματος, με το οποίο κάθε έμπορος διακρίνεται υποχρεωτικά στην άσκηση της εμπορικής δραστηριότητάς του (άρθρο 4 § 2 στ. β’ και 7 ν. 1089/1980) και υπογράφει στις εμπορικές συναλλαγές. Η επωνυμία εξατομικεύει τον έμπορο σε σχέση με ορισμένη επιχείρηση.[1][2][3][4]

Έννοια και Λειτουργία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πάνω στην έννοια και τη λειτουργία της επωνυμίας στηρίχθηκαν τρεις βασικές απόψεις:

Αρχικά η επωνυμία σύμφωνα με την αντικειμενική άποψη που υποστηρίχθηκε κυρίως στην Ιταλία, διακρίνει την επιχείρηση και αποτελεί το ‘’όνομα’’ της επιχείρησης. Κατά την άποψη αυτή, η επωνυμία έχει δική της αντικειμενική υπόσταση, ανεξάρτητη από το πρόσωπο του επιχειρηματία. Άμεση συνέπεια της άποψης αυτής είναι η δυνατότητα μεταβίβασης της επωνυμίας, μαζί όμως με την επιχείρηση, καθώς και η δυνατότητα της ελεύθερης επιλογής της.

Σύμφωνα με τη δεύτερη άποψη που είναι υποκειμενική, η επωνυμία θεωρείται ως δικαίωμα προσωπικότητας του εμπόρου, του φορέα της επιχείρησης, τον οποίο και διακρίνει στις εμπορικές συναλλαγές του. Διακρίνει το φορέα της επιχείρησης. Κατά την άποψη αυτή, η επωνυμία, όσο αφορά τη νομική φύση, τη λειτουργία και την αποστολή της εξομοιώνεται προς το αστικό όνομα. Διαφέρει μόνο όσο αφορά το πεδίο χρησιμοποίησης, αφού αυτή χρησιμοποιείται μόνο στις εμπορικές συναλλαγές. Όσοι δέχονται την υποκειμενική άποψη υπό την απόλυτη και ανόθευτη μορφή της συνάγουν ως συνέπεια ότι η επωνυμία των φυσικών προσώπων αποτελείται μόνο από το αστικό τους όνομα, ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο από το συγκεκριμένο άτομο, είναι αμεταβίβαστη και δεν υπόκειται σε αποδυνάμωση λόγω αχρησίας. Ο διάδοχος της επωνυμίας, όταν ο νόμος επιτρέπει τη διαδοχή, δε συνεχίζει την επωνυμία του προκατόχου του, αλλά αποκτά νέα επωνυμία, όμοια με την προηγούμενη. Η προτεραιότητα της χρησιμοποίησης ανατρέχει στο χρόνο της πρώτης χρησιμοποίησης από τον προκάτοχο.

Τέλος υποστηρίχθηκε και μία τρίτη άποψη, που σύμφωνα με αυτή η επωνυμία διακρίνει τόσο το φορέα της επιχείρησης όσο και την επιχείρηση καθαυτή.

Πιο σωστή αποτελεί η άποψη εκείνη που ορίζει ότι η επωνυμία διακρίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο-φορέα της επιχείρησης στις εμπορικές του συναλλαγές. Αποτελεί το σύνδεσμο ανάμεσα σ’αυτόν και την επιχείρηση. Δεν πρόκειται όμως για δικαίωμα προσωπικότητας. Πρόκειται για δικαίωμα απόλυτο σε άυλο αγαθό με έντονη περιουσιακή αξία, χωρίς πάντως να ελλείπουν από αυτή τελείως οποιαδήποτε προσωπικά στοιχεία. Η έντονη περιουσιακή αξία της επωνυμίας που αποκτήθηκε με τη χρησιμοποίησή της στις συναλλαγές και τη σύνδεσή της με προϊόντα ή υπηρεσίες ορισμένης ποιότητας ή ιδιοτήτων, ο φορέας της έχει εύλογο συμφέρον να την εκμεταλλευτεί, καθώς αποτελεί μία αξία που αντλείται από την επιχείρηση του. Καθ’ αυτή την άποψη, σε πολλές νομοθεσίες επιτρέπεται η μεταβίβασή της, πράγμα που δυσχερώς θα συμβιβαζόταν με τον μόνο χαρακτήρα που μπορεί να ασκήσει τα δικαιώματα της επωνυμίας επί της προσωπικότητας. Από την άλλη θα πρέπει να ειπωθεί ότι η επωνυμία αποτελεί σε κάθε περίπτωση στοιχείο της επιχείρησης που ασκεί ο φορέας της. Στοιχείο που δεν μπορεί να χειραφετηθεί από αυτή και να συνεχίσει την ύπαρξή του.

Σχηματισμός Eπωνυμίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επωνυμία του φυσικού προσώπου σχηματίζεται υποχρεωτικά από το αστικό του όνομα και μάλιστα πλήρες. Οι επωνυμίες των νομικών προσώπων διακρίνονται σε υποκειμενικές ή προσωπικές, αντικειμενικές και μικτές. Εκτός από τα υποχρεωτικά στοιχεία η επωνυμία μπορεί να φέρει και άλλα προαιρετικά, αρκεί αυτά να μην καθιστούν την επωνυμία παραπλανητική.

Οι προσωπικές εταιρίες(ομόρρυθμη και ετερόρρυθμη) φέρουν υποχρεωτικά υποκειμενική επωνυμία(άρθρα 21, 23 ΕΝ). Η επωνυμία τους σχηματίζεται από τα ονόματα όλων των ομόρρυθμων των εταίρων ή από το όνομα μόνο ενός και την προσθήκη ένδειξης από την οποία προκύπτει ότι πρόκειται για εταιρία. Προσθήκη των λέξεων ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία δεν απαιτείται παρόλο που στην πράξη όλες οι επωνυμίες φέρουν τις λέξεις αυτές. Το σχέδιο του εμπορικού κώδικα προβλέπει την υποχρεωτική αναγραφή των λέξεων ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρία.

Οι αντικειμενικές εταιρίες φέρουν υποχρεωτικά την αντικειμενική επωνυμία της εταιρικής επιχείρησης και τις λέξεις <<ανώνυμη εταιρία>> (άρθρο 5 ν. 2190/1920).

Η επωνυμία της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης και της ναυτικής εταιρίας μπορεί να είναι υποκειμενική, δηλαδή να αποτελείται από το όνομα ενός ή περισσότερων μελών της, αντικειμενική, δηλαδή να αποτελείται από το αντικείμενο της εταιρικής επιχείρησης, ή μικτή ( άρθρο 2 § 1 ν. 3190/1955 και άρθρο 4 § 1 ν. 959/1979). Για τον αστικό συνεταιρισμό προβλέπεται ότι η επωνυμία περιέχει υποχρεωτικά στοιχεία που δηλώνουν το σκοπό και το είδος του καθώς και την έκταση της ευθύνης των μελών του (άρθρο 1 § 5 ν. 1667/1986). Η επωνυμία του αγροτικού συνεταιρισμού εκφράζει το σκοπό ή τα αντικείμενα δραστηριότητάς του και περιλαμβάνει υποχρεωτικά την ιδιότητα αυτού ως αγροτικού και την έδρα του (άρθρο 2 § 3 ω. 2810/2000).

Η γενική γραμματεία εμπορίου και προστασίας του καταναλωτή (Γ.Γ.Ε), αναλύει το πως πρέπει να επιλέξει κανείς την επωνυμία της εταιρίας του ανάλογα με το αν είναι ομόρρυθμη, ετερόρρυθμη, ανώνυμη ή περιορισμένης ευθύνης.

Αρχές της Επωνυμίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ευρυθμία και η τάξη στις συναλλαγές αξιώνουν, κατά την πρωτότυπη ή παράγωγη απόκτηση της επωνυμίας, να τηρούνται κάποιες αρχές. Οι αρχές αυτές που διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο και στη μεταβίβαση της επωνυμίας είναι οι εξής:

I. Η αρχή της αλήθειας: Η αρχή αυτή επιβάλλει στον επιχειρηματία να μη χρησιμοποιεί επωνυμία που μπορεί να παραπλανήσει το κοινό όσον αφορά στην πραγματική του ταυτότητα, το είδος και την έκταση της επιχείρησης του ή τις σχέσεις του με τρίτους. Με βάση την αρχή αυτή οι επωνυμίες διακρίνονται αρχικά σε υποκειμενικές, που συντίθενται από το αστικό όνομα του φορέα - φυσικού προσώπου αν είναι ατομικές ή το αστικό όνομα μέλους ή μελών του νομικού προσώπου, αν είναι εταιρικές και ειδικότερα αν ανήκουν σε προσωπικές εταιρίες (άρθρα 21 και 23 ΕΝ) και σε αντικειμενικές, που συντίθενται από την ασκούμενη επιχειρηματική δραστηριότητα και ανήκουν οπωσδήποτε στην ανώνυμη εταιρία (άρθρο 5 § 1 ν. 2190/1920) και ενδεχομένως στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης (άρθρο 2 § 1 ν. 3190/1955) και τέλος σε μικτές που περιέχουν τόσο υποκειμενικά όσο και αντικειμενικά στοιχεία. Ως μικτή μπορεί να εμφανίζεται η επωνυμία της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης (άρθρο 2 § 1 ν. 3190/1955).

II. Η αρχή της διάρκειας: Η αρχή αυτή συνιστά παρέκκλιση από την αρχή της αλήθειας και σκοπό έχει να διατηρηθεί, σε περίπτωση μεταβολής στο φορέα της επιχείρησης, η φήμη της επωνυμίας. Έτσι υπό προϋποθέσεις είναι δυνατή η διατήρηση της ίδιας επωνυμίας, σε περίπτωση μεταβολής του φορέα της επιχείρησης. Από τη διαπίστωση αυτή προκύπτει και η διάκριση των επωνυμιών σε πρωτότυπες, δηλαδή εκείνες που χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά από το φορέα τους και παράγωγες, δηλαδή εκείνες που αποκτήθηκαν με καθολική ή ειδική διαδοχή.

III. Η αρχή της αποκλειστικότητας ή του ευδιάκριτου: Με βάση την αρχή αυτή που καθιερώνεται στο άρθρο 4 § 3 ν. 1089/1980 και που αποβλέπει στην αποτροπή κινδύνου σύγχυσης ως προς τον φορέα της επωνυμίας έναντι άλλων επιχειρηματιών και ως προς την επιχείρηση ή τις σχέσεις του. Έτσι απαγορεύεται η χρησιμοποίηση της ίδιας επωνυμίας από περισσότερα παράλληλα πρόσωπα και επιβάλλεται η υποχρέωση - βάρος, κάθε νέος επιχειρηματίας να προσθέτει στην επωνυμία του στοιχεία που θα την διαφοροποιούν από τις ήδη καταχωρημένες στο βιβλίο επωνυμιών. Η αρχή αυτή διαμορφώνεται τόσο υπέρ, όσο και σε βάρος του φορέα της επωνυμίας, επειδή ισχύει και παρά την αντίθετη βούληση του δικαιούχου της. Σε περίπτωση ομωνυμίας φυσικών προσώπων - εμπόρων ή χρησιμοποίησης του ίδιου επωνύμου σε εμπορική επωνυμία νομικών προσώπων, η αρχή της χρονικής προτεραιότητας δεν λύνει το πρόβλημα, αφού δεν μπορεί να απαγορευθεί σε κάποιον να χρησιμοποιεί το όνομά του ως εμπορική επωνυμία. Αυτό θα ήταν αντίθετο στην ελευθερία της οικονομικής δραστηριότητας (άρθρο 5 § 1 Συντ.). Έτσι η λύση θα δοθεί με τη δίκαιη στάθμιση των συμφερόντων των μελών και με γνώμονα την αποτροπή του κινδύνου σύγχυσης. Συνήθως τον κίνδυνο σύγχυσης θα αποτρέπει η προσθήκη διακριτικών στοιχείων από την μεταγενέστερη επωνυμία (άρθρα 13 ν. 146/1914, 4 § 3 ν. 1089/1980, 58 εδ. β’ ν. 184/1914, 5 ν. 2239/1994). Δεν αποκλείεται πάντως, η συνώνυμη μεταγενέστερη επωνυμία να είναι αθέμιτη κατά το άρθρο 1 ν. 146/1914 και γενικότερα ανήθικη κατά τα άρθρα 281, 919 ΑΚ. Τούτο θα συμβαίνει π.χ., αν η μεταγενέστερη αυτή επωνυμία επελέγη ακριβώς για να προκληθεί σύγχυση με την προγενέστερη, είτε να γίνει εκμετάλλευση της φήμης που απολαμβάνει η προγενέστερη επωνυμία. Πάντως, ο δικαιούχος της προγενέστερης επωνυμίας δεν μπορεί να απαγορεύσει καθαυτή τη χρήση της μεταγενέστερης που φέρει το όνομα του φορέα της. Μπορεί μόνο να ζητήσει την παύση της συγχυτικής χρησιμοποίησής της.

IV. Η αρχή της ενότητας: Η αρχή αυτή, που προκύπτει από τη φύση της επωνυμίας ως ονόματος και από τον κανόνα της συμμετάβασης επωνυμίας και επιχείρησης, συνιστά την αντίθετη άποψη της αρχής της αποκλειστικότητας. Ενώ η αρχή της αποκλειστικότητας απαγορεύει τη χρησιμοποίηση της ίδιας επωνυμίας από περισσότερες παράλληλα επιχειρήσεις, η αρχή της ενότητας απαιτεί κάθε επιχείρηση να φέρει μία μόνο επωνυμία και απαγορεύει η ίδια επιχείρηση να χρησιμοποιεί, παράλληλα, περισσότερες επωνυμίες. Η αρχή αυτή, που όταν πρόκειται για επιχειρηματίες φυσικά πρόσωπα με περισσότερες αυτοτελείς επιχειρήσεις, δεν βρίσκει πλήρη εφαρμογή, έχει σκοπό να αποτρέπει τη σύγχυση του επιχειρηματία - φορέα της επωνυμίας, όχι έναντι άλλων επιχειρηματιών, αλλά σε σχέση με τον ίδιο.

V. Η αρχή της σύνδεσης επωνυμίας και επιχείρησης: Η επωνυμία διακρίνει το φορέα της στο πλαίσιο της άσκησης της επιχείρησής του. Έτσι συνιστά αναγκαίο στοιχείο της τελευταίας. Χωρίς την επωνυμία δεν είναι δυνατόν η επιχείρηση να νοηθεί. Εξάλλου, όπως θα δούμε και παρακάτω, η επιχείρηση συνδέεται με την επωνυμία κατά τη μεταβίβασή της, με την έννοια ότι η επωνυμία, σε περίπτωση αμφιβολίας, συμμεταβιβάζεται με την επιχείρηση. Πάντως, η σύνδεση της επωνυμίας με την επιχείρηση δεν έχει και την αντίστροφη έννοια, ότι δηλαδή η επιχείρηση δεν μπορεί να μεταβιβαστεί χωρίς την επωνυμία.

VI. Η αρχή της δημοσιότητας: Η αρχή αυτή που υπηρετεί την ασφάλεια των συναλλαγών, αποκτά σημασία για το χρονικό διάστημα μετά το σχηματισμό της επωνυμίας και επιδιώκει την προσφορότερη επίτευξη του σκοπού της, που όπως σημειώσαμε, είναι να διακρίνει και να εξατομικεύει τον έμπορο στις εμπορικές τους συναλλαγές. Υπαγορεύει τη δημοσιότητα της επωνυμίας. Η δημοσιότητα επιτυγχάνεται με την χρησιμοποίησή της στις συναλλαγές και με την καταχώρησή της στο πρωτόκολλο επωνυμιών κατά τα άρθρα 4-7 ν. 1089/1980 όπως ισχύουν. Μόνο που η καταχώρηση αυτή έχει δηλωτική σημασία και όχι δημιουργική (επιχ. και από άρθρο 6 § 1 ν. 1089/1980), πράγμα που θα υπηρετούσε πληρέστερα τους σκοπούς της δημοσιότητας. Ειδικότερα, με την καταχώρηση δημιουργείται υπέρ του καταθέτη μαχητό τεκμήριο προτεραιότητας στη χρήση.

VII. Η αρχή της χρονικής προτεραιότητας: Σύμφωνα με την αρχή αυτή, σε περίπτωση σύγκρουσης της επωνυμίας με άλλα διακριτικά γνωρίσματα του ουσιαστικού ή του τυπικού συστήματος θα προηγηθεί το δικαίωμα που αποκτήθηκε πρώτο. Αν έχουμε σύγκρουση δύο επωνυμιών χωρίς να είναι δυνατό να διαπιστωθεί ποια προηγείται στη χρήση, επιβάλλεται η χρήση της επωνυμίας με την προσθήκη ένδειξης ικανής να αποτρέψει τον κίνδυνο σύγχυσης.

Διαθεσιμότητα Eπωνυμίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διαθέσιμη αποτελεί η δυνατότητα ελέγχου της διαθεσιμότητας των στοιχείων μίας επωνυμίας έτσι ώστε να γίνεται αποφυγή σύγχυσης. Τον έλεγχο μπορείτε να τον κάνετε εδώ.

Κατοχύρωση Επωνυμίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

 Η κατοχύρωση της εμπορικής επωνυμίας δεν είναι υποχρεωτική, αφού το δικαίωμα στην εμπορική επωνυμία αποκτάται αυτόματα με την χρήση της εμπορικής επωνυμίας και διαρκεί απεριόριστα, μέχρι τον θάνατο του εμπόρου/φορέα της επιχείρησης ή μέχρι την παύση της εταιρείας. Ειδικότερα η εμπορική επωνυμία δεν απαιτεί συγκεκριμένο τύπο για να κατοχυρωθεί, αρκεί η χρήση της, η οποία γίνεται λ.χ. με την εκτύπωση σε αποδείξεις/τιμολόγια πώλησης, με τη χρήση σε διαφημιστικά φυλλάδια). Προαιρετική δημοσιότητα είναι η καταχώρηση της εμπορικής επωνυμίας στο κατά τόπον αρμόδιο Επιμελητήριο, η οποία ωστόσο δεν συνιστά κατοχύρωση αλλά καταχώρηση. Πρόκειται δηλαδή για μία καταχώρηση σε ένα μητρώο όπου τηρούνται όλες οι επιχειρήσεις που εδρεύουν και λειτουργούν στην περιφέρεια του οικείου Επιμελητηρίου, η οποία δηλοί την ημέρα έναρξης δραστηριότητας της επιχείρησης.

Προστασία Επωνυμίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η προστασία της επωνυμίας μίας επιχείρησης από προσβολές τρίτων κατοχυρώνεται μέσω των άρθρων 58 και 59 του Αστικού Κώδικα καθώς και με το άρθρο 13 του Ν.146/1914 περί Αθεμίτου Ανταγωνισμού. Η εμπορική επωνυμία συνιστά ένα διακριτικό γνώρισμα για το οποία ισχύει η αρχή της χρονικής προτεραιότητας που ισχύει για τα όλα τα διακριτικά γνωρίσματα, δηλαδή ο έμπορος ο οποίος έχει κάνει αποδεδειγμένα πρώτος χρήση της εμπορικής επωνυμίας προστατεύεται έναντι οιουδήποτε τρίτου και δικαιούται νόμιμα να ζητήσει άρση της προσβολής και παράλειψη της προσβολής στο μέλλον καθώς και αποζημίωση (εάν έχει υποστεί ζημία από την προσβολή από υπαιτιότητα του προσβολέα). 

Μεταβίβαση Επωνυμίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η μεταβίβαση της εμπορικής επωνυμίας γίνεται ελεύθερα εν ζωή ή αιτία θανάτου και μάλιστα σύμφωνα με την κρατούσα άποψη και χωρίς την ταυτόχρονη μεταβίβαση της επιχείρησης. Όταν μάλιστα η επωνυμία αποτελείται από το αστικό όνομα του εμπόρου και δικαιούχος της είναι ο ίδιος ο ομώνυμος έμπορος, δεν υπάρχει δυνατότητα κατάσχεσης της επωνυμίας, εκτός εάν η επωνυμία έχει αγοραστεί από τρίτο πρόσωπο (με διαφορετικό αστικό όνομα) και οφειλέτης της είναι το τρίτο πρόσωπο. 

Το σήμα όπως και η επωνυμία αποτελεί διακριτικό γνώρισμα. Αντίθετα με την επωνυμία, που διακρίνει το φορέα της επιχείρησης ή τον φορέα της επιχείρησης και την επιχείρηση, καθώς και τον διακριτικό τίτλο που διακρίνει την ίδια την επιχείρηση, το σήμα αποτελεί διακριτικό γνώρισμα του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Ειδικότερα αποτελεί την ταυτότητα του προϊόντος ή της υπηρεσίας. Διακρίνει το προϊόν ή την υπηρεσία τόσο καθαυτό ή καθαυτή όσο και σε σχέση με τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες που προέρχονται από άλλη επιχείρηση. Διακρίνει δηλαδή την προέλευση του προϊόντος ή της υπηρεσίας από ορισμένη επιχείρηση.

Επωνυμία και διακριτικός τίτλος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα διακριτικά γνωρίσματα βρίσκεται και ο διακριτικός τίτλος ή σύμφωνα με την ορολογία που προκρίνει το άρθρο 13 § 1 ν. 146/1914, το ιδιαίτερο διακριτικό γνώρισμα της επιχείρησης. Ο διακριτικός τίτλος αποτελεί διακριτικό γνώρισμα του καταστήματος ή της επιχείρησης του εμπόρου. Πρόκειται για το λεκτικό διακριτικό γνώρισμα που επιτελεί λειτουργία ονόματος της επιχείρησης, που έχοντας διακριτική δύναμη εξατομικεύει και διακρίνει ονοματικά όλη την επιχείρηση ή τμήμα της μόνο ή μόνο το κατάστημά της. Η χρήση διακριτικού τίτλου είναι προαιρετική για τον έμπορο, ο οποίος μπορεί να λειτουργεί την επιχείρησή του χωρίς να έχει διακριτικό τίτλο. Σχηματίζεται ελεύθερα από πραγματικές ή φανταστικές λέξεις ή παραστάσεις και μπορεί να ταυτίζεται με την εμπορική επωνυμία του φορέα της επιχείρησης ή του προσώπου που εκμεταλλεύεται το κατάστημα. Το δικαίωμα στο διακριτικό τίτλο αποκτάται και προστατεύεται όπως ακριβώς και το δικαίωμα στην εμπορική επωνυμία. Επιτρέπεται η ελεύθερη μεταβίβαση του διακριτικού τίτλου και χωρίς την επιχείρηση, καθώς και η παραχώρηση άδειας χρήσης. Το λεκτικό διακριτικό γνώρισμα στο μέτρο που είναι μοιάζει με την επωνυμία. Γι’ αυτό ρυθμίζεται παράλληλα με αυτή στις διατάξεις των άρθρων 4-8 ν. 1089/1980 και του άρθρου 13 § 1 εδ. 1 ν. 146/1914. Το δικαίωμα αυτό είναι όμοιο με αυτό της επωνυμίας. Κατά τ΄άλλα, όπως και η επωνυμία προστατεύεται με τη χρησιμοποίησή του στις εμπορικές συναλλαγές, δηλαδή κατά το ουσιαστικό σύστημα με την προϋπόθεση ότι έχει διακριτική ικανότητα και επιτελεί ονοματική λειτουργία. Αν δεν διαθέτει διακριτική ικανότητα προστατεύεται από την καθιέρωσή του στις συναλλαγές, η οποία συνεπάγεται και απόκτηση διακριτικής δύναμης.

Ελληνικοί Οργανισμοί Συλλογικής Διαχείρισης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Αντωνόπουλος Γ. Βασίλης, Βιομηχανική ιδιοκτησία, B' έκδοση, Π. Ν. Σάκκουλας (Δίκαιο & Οικονομία), Αθήνα 2005, ISBN 960-301-921-6.
  1. «Πώς θα Επιλέξετε την Επωνυμία της Εταιρείας σας». web.archive.org. 4 Μαρτίου 2016. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2024. 
  2. «Βοηθητικοί Έλεγχοι ΥΜΣ». web.archive.org. 28 Μαρτίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2024. 
  3. «Κατοχύρωση Επωνυμίας - Διαδικασία - Κόστος | Ntova». web.archive.org. 4 Νοεμβρίου 2017. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Νοεμβρίου 2017. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2024. CS1 maint: Unfit url (link)
  4. «Ο διακριτικός τίτλος - Δ. Χ. Καραγιάννης & Συνεργάτες | Δικηγορικό Γραφείο». web.archive.org. 25 Μαρτίου 2015. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 25 Μαρτίου 2015. Ανακτήθηκε στις 20 Απριλίου 2024. CS1 maint: Unfit url (link)

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]