έλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | έλος | τα | έλη |
γενική | του | έλους | των | ελών |
αιτιατική | το | έλος | τα | έλη |
κλητική | έλος | έλη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έλος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕλος[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐λος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έλος ουδέτερο
- (γεωγραφία) ο βάλτος, το τέλμα, έκταση με ρηχά νερά που λιμνάζουν
- ※ Εἰς τῆς πολιτικῆς τὰ ἕλη, / Καθὼς ὁ Πύθιος Ἀπόλλων, / Διεύθυνε θανάτου βέλη / Πρὸς πᾶν θηρίον ἰοβόλον. (Ιωάννης Καρασούτσας, Εις τον θάνατον του φιλέλληνος ποιητού Βερανζέρου, ποιητική συλλογή Η Βάρβιτος, 1860)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- έλος στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έλος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωγραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα ποίησης (καθαρεύουσα)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)