βροχούλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βροχούλα | οι | βροχούλες |
γενική | της | βροχούλας | — | |
αιτιατική | τη | βροχούλα | τις | βροχούλες |
κλητική | βροχούλα | βροχούλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βροχούλα < βροχ(ή) + υποκοριστικό επίθημα -ούλα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βροχούλα θηλυκό
- (μετεωρολογία, προφορικό) υποκοριστικό του βροχή, σύντομη ή απαλή, σιγανή βροχή
- ※ Ο ουρανός συννέφιασε, | ψιλή βροχούλα έπιασε
- ρεμπέτικο «Ψιλή βροχούλα έπιασε» του Γιώργου Μητσάκη· α΄ εκτέλεση: 1946, με την τραγουδίστρια Ιωάννα Γεωργακοπούλου
- ※ Ο ουρανός συννέφιασε, | ψιλή βροχούλα έπιασε
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- ποτιστική βροχή (σιγανή, αλλά μακράς διάρκειας)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε βροχή
βροχούλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -ούλα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Υποκοριστικά ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα στίχους τραγουδιών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)