πασάρω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πασάρω < (άμεσο δάνειο) ιταλι��ή passare < λατινική passum, σουπίνο του pando < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peth₂-
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]πασάρω (παθητική φωνή: πασάρομαι)
- (αθλητισμός) κάνω πάσα, ρίχνω την μπάλα σε συμπαίκτη
- (λαϊκότροπο) δίνω
- (λαϊκότροπο) λέω
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)