bailey

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bailey

  • το περιτείχισμα, εξωτερικό τοίχος κάστρου
    • περιτοιχισμένη αυλή ή χώρος